- ενυάλιος
- Αρχαία πολεμική θεότητα. Δεν έχει αποσαφηνιστεί αν Ε. ήταν απλώς προσωνύμιο του Άρη, όπως απαντά στον Όμηρο, ή θεότητα, η οποία, τουλάχιστον αρχικά, ήταν αυτοτελής. Οι μεταγενέστεροι συγγραφείς τον θεωρούν γιο του Άρη και της Ενυούς ή του Κρόνου και της Ρέας· από τους Ρωμαίους ταυτίστηκε με τον Κυρίνο (Quirinus).
* * *ἐνυάλιος, -ον και -ος, -ίη, -ον (AM)πολεμικός, μαχητικός, μανιώδηςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνυάλιοντο πολεμικό σάλπισμααρχ.1. επωνυμία τού Άρη, ο Άρης (κάποτε όμως διακρίνεται ο Ενυάλιος από τον Άρη)2. συνεκδ. η μάχη3. πολεμική κραυγή4. επίθ. τού Διονύσου5. (το ουδ. ως κύρ. όνομα) τὸ Ἐνυάλιονναός τού Ενυαλίου.
Dictionary of Greek. 2013.